ἰχθυῶ

ἰχθυῶ
ἰ̱χθυῶ , ἰχθυάω
fish
imperf ind mp 2nd sg
ἰχθυάω
fish
pres imperat mp 2nd sg
ἰχθυάω
fish
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἰχθυάω
fish
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἰχθυάω
fish
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἰχθυάω
fish
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἰχθυάω
fish
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιχθυώ — ἰχθυῶ, άω (Α) [ιχθύς] 1. (επικ. τ. μόνο στον ενεστ. και παρατ.) αλιεύω, ψαρεύω 2. παίζω σαν ψάρι («δελφῑνες... ἐθύνεον ἰχθυάοντες», Ησίοδ.) 3. παθ. ἰχθυῶμαι, άομαι παρασκευάζομαι με ψάρια («ἰχθυώμενος ἄρτος») …   Dictionary of Greek

  • ιχθυάζομαι — ἰχθυάζομαι (Α) [ιχθύς] ιχθύω* …   Dictionary of Greek

  • ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”